- προκυμία
- προκῡμία, ἡ, ([etym.] κῦμα)A breakwater, J.BJ1.21.6; prob. for προκυμάτια (sic) in Id.AJ15.9.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκυμία — προκυμίᾱ , προκυμία breakwater fem nom/voc/acc dual προκυμίᾱ , προκυμία breakwater fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκυμία — ἡ, Α βλ. προκυμαία … Dictionary of Greek
προκυμαία — η, ΝΜ, και προκυμία Α νεοελλ. παραλία λιμανιού που προστατεύεται από τα κύματα με κρηπίδωμα νεοελλ. αρχ. τεχνικό έργο σε λιμάνια για να τά προστατεύει από τα κύματα και να επιτρέπει το ασφαλές πλεύρισμα τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προκυμία < προ … Dictionary of Greek